- δαιμονοπλήξ
- δαιμονο-πλήξ, ῆγος,A smitten of heaven, cj. in S.Fr.221.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαιμονοπλήξ — ( ῆγος), ο (Α) ο χτυπημένος από τη δύναμη κάποιου δαίμονα, θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + πληξ < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αστροπλήξ)] … Dictionary of Greek